Ειδικό   Δημοτικό   Σχολείο   Ερμούπολης                             Ειδικό   Δημοτικό   Σχολείο   Ερμούπολης                             Ειδικό    Δημοτικό    Σχολείο    Ερμούπολης


Περιεχόμενα:
(πατήστε στους τίτλους)

Αρχική σελίδα

Ποίημα

 Ανακοινώσεις  

Σύρος

Στο σχολείο

Αθλητισμός

Περιβαλλοντική
  εκπαίδευση

  Παιδαγωγικό υλικό 

Βιβλιογαφία

Κινηματογράφος

Προσωπικό

Μας βοήθησαν

Ενδιαφέρουν

Βαθμολογήστε μας

Επικοινωνία

 

Τελευταία ενημέρωση:
23/05/2003

Επιμέλεια:
Ταγαράκης Ιωσήφ
itagarakis@yahoo.com

 

 

                               " Η εκπαίδευση των ατόμων με ειδικές ανάγκες ".
αρχική σελίδα                                                       ( από τον ψυχολόγο κ. Βάρκα Μιχάλη )

  Το Ειδικό Σχολείο Ερμούπολης ιδρύθηκε το 1985. Άρχισε την λειτουργία του ως μονοθέσιο στο 3ο Δημοτικό σχολείο με πρώτη δασκάλα την κ. Μαρία Πριντεζη-Ευθυμιου. Αργότερα δημιουργήθηκαν και άλλα τμήματα στο 2ο και 4ο δημοτικό σχολείο και έτσι προήχθη σε 4/θεσιο, ενώ από το 1997 στεγάζεται στο χώρο του 6ου δημοτικού με το οποίο υπάρχει κοινός προαυλισμος. Το σχολικό έτος 2002 - 2003 υπηρετούν τέσσερις δάσκαλοι.  Οι υπόλοιπες ειδικότητες που στελεχώνουν το προσωπικό του σχολείου μας είναι: ο γυμναστής και ο ψυχολόγος, ενώ αναμένεται και η κάλυψη και άλλων νευραλγικών θέσεων όπως αυτή του κοινωνικού λειτουργού  και του λογοθεραπευτή. Το σχολείο δέχεται παιδιά με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες (π.χ. με νοητική υστέρηση, σύνδρομο Down, επιληπτικά σύνδρομα και μαθησιακές δυσκολίες) τόσο από την Ερμούπολη όσο και από την υπόλοιπη Σύρο ηλικίας 7-16 χρόνων. Η μεταφορά τους, από και προς το σχολείο γίνεται με ταξί μισθωμένα από τη Νομαρχία.

 Στο σχολείο εφαρμόζεται πρόγραμμα εκπαίδευσης και μάθησης μέσω των ηλεκτρονικών υπολογιστών που διαθέτουμε, με προγράμματα προσαρμοσμένα στις μαθησιακές ανάγκες και το αναλυτικό πρόγραμμα των μαθητών που φοιτούν στην κατώτερη και μέση βαθμίδα. Στόχος του σχολείου είναι, μέσα από ειδικά προγράμματα και μεθόδους, η ολόπλευρη και αποτελεσματική ανάπτυξη των ικανοτήτων και δεξιοτήτων των μαθητών-μαθητριών του, στο γνωστικό αλλά και στον πρακτικό τομέα, η αλληλοαποδοχή τους με το σχολικό και κοινωνικό σύνολο και η ένταξή τους στην παραγωγική διαδικασία. Η συμπαράσταση του Συλλόγου Γονέων και Κηδεμόνων και η αγάπη της τοπικής κοινωνίας το βοήθησαν να ξεχωρίσει και να καθιερωθεί στη συνείδηση της κοινωνίας της Σύρου.

 Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΤΩΝ ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ ΕΙΔΙΚΕΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ

 Η εκπαίδευση των ατόμων με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, η ειδική αγωγή όπως αποκαλείται επίσημα, αποτελεί έναν εξειδικευμένο τομέα του σύγχρονου εκπαιδευτικού συστήματος, που στοχεύει στην ανάπτυξη και εφαρμογή στην πράξη ειδικών μεθόδων και τεχνικών για την επίλυση των εκπαιδευτικών προβλημάτων των ατόμων με ειδικές ανάγκες. Η ειδική αγωγή προέκυψε μέσα από τη σύγκλιση των διαδικασιών παροχής βοήθειας προς τα πάσχοντα και μειονεκτικά άτομα και την ανάπτυξη των σχολικών εκείνων δομών που παρέχουν ίσες δυνατότητες και ευκαιρίες στον καθένα να αναλάβει κάποιον κοινωνικό ρόλο. Η σύγκλιση αυτή πέρασε προοδευτικά από την ανάληψη ατομικών και ιδιωτικών πρωτοβουλιών στη δημιουργία θεσμών αναγνωρισμένων και κατοχυρωμένων από την επίσημη πολιτεία. Ακολουθώντας, μάλλον καθυστερημένα, τα βήματα των υπόλοιπων προηγμένων κοινωνιών, η χώρα μας έχει διαμορφώσει μια εκπαιδευτική πολιτική με σκοπό τα άτομα με ειδικές ανάγκες να εκπαιδευτούν όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικά.

 

Άτομα με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες θεωρούνται εκείνα που έχουν σημαντικές δυσκολίες μάθησης και προσαρμογής εξαιτίας σωματικών, διανοητικών, ψυχολογικών, συναισθηματικών και κοινωνικών ιδιαιτεροτήτων. Στα άτομα αυτά περιλαμβάνονται όσα έχουν:

 -         νοητική ανεπάρκεια ή ανωριμότητα,

-         ιδιαίτερα σοβαρά προβλήματα όρασης (τυφλοί, αμβλύωπες) ή ακοής (κωφάλαλοι, βαρήκοοι),

-         σοβαρά νευρολογικά ή ορθοπεδικά ελαττώματα και προβλήματα υγείας,

-         προβλήματα λόγου και ομιλίας,

-         δυσκολίες στη μάθηση, όπως δυσλεξία, δυσαριθμησία, δυσγραφία κτλ

-         σύνθετες γνωστικές, συναισθηματικές και κοινωνικές δυσκολίες και όσα παρουσιάζουν αυτισμό και άλλες διαταραχές ανάπτυξης.

 Στα άτομα που εμπίπτουν στις παραπάνω κατηγορίες παρέχεται ειδική εκπαίδευση, που στα πλαίσια των σκοπών της πρωτοβάθμιας, δευτεροβάθμιας και τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης επιδιώκει ιδιαίτερα:

 

-         την ανάπτυξη της προσωπικότητας τους,

-         την βελτίωση των ικανοτήτων και δεξιοτήτων τους, ώστε να καταστεί δυνατή η ένταξη ή επανένταξη τους στο κοινό εκπαιδευτικό σύστημα και η συμβίωση με το κοινωνικό σύνολο,

-         την επαγγελματική τους κατάρτιση και τη συμμετοχή τους στην παραγωγική διαδικασία,

-         την αλληλοαποδοχή τους από το κοινωνικό σύνολο και την ισότιμη κοινωνική τους εξέλιξη.

 Σύμφωνα με στοιχεία του 2000 στη χώρα μας έχουν δημιουργηθεί και λειτουργούν ειδικές τάξεις με σύνολο 10000 μαθητών και ειδικά σχολεία με σύνολο 5000 μαθητών.

 α) Η ειδική τάξη, ή αλλιώς τμήμα ένταξης αποτελεί μια επιπλέον τάξη του κανονικού σχολείου που λειτουργεί τις ίδιες ώρες με τις υπόλοιπες, στελεχωμένη κατά προτίμηση με δάσκαλο ειδικής αγωγής και απευθύνεται με ειδικά προγράμματα στα παιδιά του σχολείου που παρουσιάζουν μαθησιακές κατά βάση δυσκολίες. Σε περιοχές με μικρό πληθυσμό ή απομακρυσμένες όπου δεν υπάρχουν ειδικά σχολεία, η ειδική τάξη μπορεί να φιλοξενήσει και παιδιά με σοβαρότερα  προβλήματα, καθ’ όλη τη διάρκεια της σχολικής ημέρας. Οι μαθητές, αφού αξιολογηθούν κατατάσσονται σε ομάδες και παρακολουθούν την ειδική τάξη δυο με τρεις ώρες την εβδομάδα χωρίς να αποκόβονται από την κανονική τάξη και το πρόγραμμα της. Θα βοηθηθούν για παράδειγμα στη γλώσσα ή τα μαθηματικά ή και στα δυο και, στα άλλα μαθήματα, θα βρίσκονται στην τάξη τους. Το θρανίο, η θέση τους στην αίθουσα της κανονικής τάξης, το υπόλοιπο πρόγραμμα και κάθε δραστηριότητα, τους περιμένουν. Επίσης, η φοίτηση στο τμήμα ένταξης είναι μερική. Μπορεί να κρατήσει βδομάδες, μήνες, ένα σχολικό έτος ή και περισσότερα σχολικά έτη. Γενικά, μόλις ξεπεράσει το άτομο το πρόβλημα, επανέρχεται στην τάξη του. Οι μαθητές του τμήματος παραμένουν ενσωματωμένοι μέσα στο σχολείο χωρίς υποτιμητικές διακρίσεις και πρέπει οπωσδήποτε να αντιμετωπίζονται με πλήρη κατανόηση, διακριτικότητα και επιείκεια.

 β) Το ειδικό σχολείο. Όταν η φοίτηση των ατόμων με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες στην ειδική τάξη καθίσταται ιδιαίτερα δύσκολη, λόγω του είδους και του βαθμού του προβλήματος τους, τότε η εκπαίδευση τους παρέχεται σε αυτοτελή σχολεία ειδικής αγωγής, δηλαδή νηπιαγωγεία και δημοτικά σχολεία, γυμνάσια, ενιαία λύκεια ειδικής αγωγής και εργαστήρια ειδικής επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης. Τα σχολεία αυτά είναι ισότιμα προς τα αντίστοιχα της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και σ’ αυτά εφαρμόζονται, προγράμματα δημιουργικής απασχόλησης, δραστηριότητες προεπαγγελματικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης αλλά κυρίως ειδικά προσαρμοσμένα αναλυτικά και διδακτικά προγράμματα, που σχεδιάζονται, αναπτύσσονται και αξιολογούνται από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο. Πρέπει  να αναφερθεί ότι σε εξαιρετικές περιπτώσεις παρέχεται ειδική αγωγή στο σπίτι και συγχρόvως γivεται διαφώτισn της οικογέvειας, για τηv αντιμετώπιση τωv αvαγκώv αυτώv τωv ατόμωv, με τηv επίβλεψη ειδικού σε κάθε περίπτωση.

 Πέρα από τον έτσι και αλλιώς αναντικατάστατο ρόλο του εκπαιδευτικού, για την επίτευξη των στόχων των ειδικών σχολείων πολύτιμος είναι ο ρόλος και των άλλων επιστημονικών ειδικοτήτων δηλαδή των ψυχολόγων, λογοθεραπευτών, φυσιοθεραπευτών, κοινωνικών λειτουργών, εργασιοθεραπευτών, συμβούλων επαγγελματικού προσανατολισμού και άλλων καθώς σημαντική είναι η βοήθεια τους στην αποτελεσματική λειτουργία του σχολείου τόσο ως προς τις παρατηρήσεις, τις προσπάθειες διερεύνησης του παιδιού και τις μεθόδους που πρέπει να ακολουθηθούν για την αποδοτική αγωγή του όσο και αναφορικά με την δημιουργία και παροχή μηχανισμών στήριξης των οικογενειών και ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης της κοινής γνώμης σχετικά με τα προβλήματα τους. Εκείνο που χαρακτηρίζει αυτό το τρόπο δουλειάς είναι πρώτα πρώτα το γεγονός ότι είναι αποτέλεσμα της εργασίας πολλών ανθρώπων. Είναι βέβαια αναπόφευκτο το παιδί να γίνεται αντιληπτό διαφορετικά από έναν ειδικό και διαφορετικά από ένα άλλο και να παραμονεύει ο κίνδυνος οι παρεμβάσεις να συσσωρεύονται και να αλληλοαπορρίπτονται. Για μια αρμονική συνεργασία, είναι απαραίτητη η διάθεση για βοήθεια και πάνω απ’ όλα  η αναγνώριση από τη μεριά του καθένα των ορίων του τομέα του και των ατομικών του ικανοτήτων και η δεκτικότητα χωρίς αισθήματα ανωτερότητας και υπεροχής των προτάσεων των άλλων ειδικών.

 Η στήριξη των ατόμων με ειδικές ανάγκες και των οικογενειών τους και η ενημέρωση κάθε ενδιαφερόμενου εκπαιδευτικού και μη, μπορεί να λαμβάνει χώρα όχι μόνο εντός του σχολικού πλαισίου αλλά και εκτός αυτού. Εκεί άλλωστε αποσκοπεί και η δημιουργία των ΚΔΑΥ, δηλ. των Κέντρων Διάγνωσης, Αξιολόγησης και Υποστήριξης, που έχουν ιδρυθεί και λειτουργούν στις περισσότερες έδρες των νομών της χώρας, με αρμοδιότητες μεταξύ των άλλων την έγκυρη και πρώιμη διαπίστωση των ειδικών εκπαιδευτικών αναγκών, την εισήγηση για την κατάρτιση προσαρμοσμένων προγραμμάτων ψυχοπαιδαγωγικής και διδακτικής παρέμβασης και την παροχή συμβουλευτικής υποστήριξης και ενημέρωσης σε όσους συμμετέχουν στην εκπαιδευτική διαδικασία και σε όσους ασκούν την γονική μέριμνα. Το αντίστοιχο ΚΔΑΥ Κυκλάδων ήδη υφίσταται και λειτουργεί με κάποιες προσωρινές ελλείψεις εδώ στην Ερμούπολη και στεγάζεται στο κτήριο του  ΚΕΚΥΚΑΜΕΑ, πίσω από το Γενικό Νοσοκομείο.

 Οι κοινωνικές και πολιτισμικές αλλαγές, οι απόψεις που ευνοούν την ισότητα των ευκαιριών στην εκπαίδευση, καθώς και οι νέες παιδαγωγικές και ψυχολογικές αντιλήψεις υιοθετούν την εκπαιδευτική και κοινωνική ένταξη, ευρύτερα γνωστή με τον όρο ενσωμάτωση ως ιδέα και πρακτική ελαχιστοποίησης των εκπαιδευτικών διαφορών και μεγιστοποίησης της κοινωνικής αλληλεπίδρασης. Η φιλοσοφία της ενσωμάτωσης που θέλει όλα τα παιδιά με και χωρίς προβλήματα να εκπαιδεύονται στον ίδιο χώρο, με σεβασμό όμως στις διαφορετικές τους ανάγκες, αποτελεί τη σύγχρονη τάση στην ειδική αγωγή, της τελευταίας εικοσαετίας. Έτσι, η ειδική αγωγή στην Ελλάδα, χαρακτηρίζεται από μία σημαντική μείωση των μαθητών στα ειδικά σχολεία, μεγάλο αριθμό μαθητών με ειδικές ανάγκες μέσα στις συνηθισμένες τάξεις και μια ραγδαία αύξηση στην ίδρυση ειδικών τάξεων. Αυτή η επιλογή των ειδικών τάξεων ως μοντέλο παροχής εκπαίδευσης σε παιδιά με ειδικές ανάγκες, αποτέλεσε μια απόπειρα του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος να συνδυάσει την ανάγκη εκπαίδευσης των παιδιών αυτών και την ανάγκη της εναρμόνισης με τις ευρωπαϊκές εξελίξεις στο χώρο της ειδικής αγωγής. Όμως, η βιαστική και μη συστηματική τους εξάπλωση έχει αναδείξει πολλαπλά προβλήματα, με αποτέλεσμα, οι ειδικές τάξεις να αποτελούν συχνά την εύκολη λύση για όλα τα παιδιά με δυσκολίες μάθησης και προσαρμογής και όχι ένα μοντέλο σχολικής ένταξης. Η διαδικασία της ένταξης δεν αποτελεί μια μονομερή και αυτόματη μηχανιστική αλλά μια προοδευτική μαθησιακή διαδικασία που επιτυγχάνεται με την επικοινωνία, κοινωνική επαφή και αλληλεπίδραση όλων των μαθητών.

 Η σύγχρονη τάση στο χώρο της ειδικής αγωγής θέλει το ιατρικό μοντέλο κατηγοριοποίησης και  διαπαιδαγώγησης να φθίνει και να παραχωρεί τη θέση του στο λεγόμενο παιδαγωγικό μοντέλο που αποβλέπει στην απόκτηση γνώσεων και ικανοτήτων με στόχο την κατάκτηση της μάθησης κυρίως λόγω της πεποίθησης ότι τα προβλήματα των ατόμων με ειδικές ανάγκες είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων και γι αυτό θα πρέπει να προσεγγίζονται ολιστικά από διεπιστημονικές ομάδες. Ένα άτομο με ειδικές ανάγκες θεωρείται σήμερα το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας όπου υπεισέρχονται πολλοί παράγοντες βιολογικοί, ψυχολογικοί, και κοινωνικοί που αλληλεξαρτώνται αλλά ταυτόχρονα είναι ανεπαρκείς από μόνοι τους να δικαιολογήσουν την κατάσταση του παιδιού στις περισσότερες τουλάχιστον περιπτώσεις. Ο οργανικός και ο ψυχικός παράγοντας δεν είναι δυνατόν να αντιπαρατίθενται όπως συμβαίνει ανάμεσα στα διάφορα ιδεολογικά συστήματα. Δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να περιορίζουμε το ειδικό άτομο στην ενδεχόμενη εγκεφαλική του βλάβη και να δεχόμαστε από τα αποτελέσματα των πρώτων εξετάσεων ότι η κατάσταση του έχει κριθεί. Μια τέτοια προσέγγιση  το μόνο μου θα πετύχει θα είναι η πανηγυρική επαλήθευση του φαινομένου της αυτοεκπληρούμενης προφητείας, να αποδεχτούμε δηλαδή την μη αναστρεψιμότητα ή τη στασιμότητα μιας κατάστασης και έτσι όλη μας η συμπεριφορά να παρεμποδίζει κάθε προσπάθεια να βοηθήσουμε το άτομο να αντιμετωπίσει κάποια δυσκολία και να βελτιωθεί.

 Το άτομο που μειονεκτεί έχει την προσωπικότητα του, τα κίνητρα του, τις επιθυμίες και τις στερήσεις του. Όπως κάθε παιδί δεν μοιάζει με κανένα άλλο παιδί έτσι και ένα παιδί με ειδικές ανάγκες δεν μοιάζει με κανένα άλλο παιδί με ειδικές ανάγκες. Δεν πρέπει η κατάσταση του να θεωρείται παγιωμένη, αλλά επιδεκτική εξέλιξης, ανάλογα με τις κοινωνικοπολιτιστικές και συναισθηματικές συνθήκες υπό τις οποίες ζει και τις παιδαγωγικές και εκπαιδευτικές λύσεις που προσαρμόζουμε στις δυνατότητες τους. Όποια και αν είναι η σοβαρότητα της ανεπάρκειας, το παιδί με ιδιαιτερότητες είναι όπως κάθε άλλο παιδί ένα ον σε εξέλιξη που μπορεί να χειροτερέψει αλλά και να εμφανίσει, ορισμένες φορές τουλάχιστον μια απρόσμενη βελτίωση.

 Η εικόνα που έχουμε για το άτομα με ειδικές ανάγκες και η αντίληψη που σχηματίζουμε στηριζόμενοι στη διάσταση της μειονεξίας πρέπει να ξεπεραστεί και να εγκαινιάσουμε μια νέα στάση και νοοτροπία απέναντι στο άτομο, η οποία θα στηρίζεται στα μέσα και στις δυνατότητες του παιδιού, της οικογένειας, του κοινωνικού του περιβάλλοντος, του σχολείου, των δομών στήριξης και περίθαλψης κτλ. Εάν επικεντρωθούμε αποκλειστικά στην αναπηρία διακινδυνεύουμε να προσανατολιστούμε λάθος όσον αφορά τους τρόπους αντιμετώπισης των παιδιών με ειδικές ανάγκες διότι η μόνη πλευρά που τελικά θα βλέπουμε θα είναι αυτή των ελλείψεων και όχι των δυνατοτήτων.

 Κλείνοντας αυτή τη μάλλον γενική τοποθέτηση πάνω στο θέμα της ειδικής αγωγής θα ηθελα να παραθεσω ελαφρως τροποποιημενο ένα αποσπασμα από την ομιλια της Ψυχολογου-Παιδαγωγου Janine Chanteur με τιτλο: «απο την εξεγερση στην ελπιδα», σε ένα επιστημονικο συνεδριο το Νοεμβριο του 1991 στο Παρισι:

 «Στον ανθρωπο θαυμαζουμε τη νοημοσυνη του, το σωμα του, τις νοητικες και φυσικες του επιδοσεις. Όμως το ατομο με ειδικες αναγκες είναι ανικανο για οποιαδηποτε επιδοση. Δεν είναι αποδοτικο και το βαρος «πεφτει» στην κοινωνια. Μεσα στην απομονωση του δεχεται τα παντα και δεν προσφερει τιποτα. Αυτή η φιμωμενη νοημοσυνη, αυτό το μερικες φορες εξαρθρωμενο σωμα, γεννημενο από έναν αντρα και μια γυναικα, τι το ανθρωπινο μπορει να μαρτυρησει; Αν η ανθρωποτητα κρινεται μονο από τη νοημοσυνη και τις επιτυχιες της, είναι πραγματι ευθραυστη. Περισσοτερο απ’ οτι η νοημοσυνη, το πνευμα είναι αυτό που χαρακτηριζει την ανθρωπινη υπαρξη. Κοιταζωντας ένα αναπηρο παιδι και προσπαθωντας να το κατανοησουμε, μας εχει συμβει να μεινουμε εκπληκτοι μπροστα στην παρουσια του πνευματος μεσα σε ένα αχαρο σωμα και μια νοημοσυνη βουβη. Εμεις οι επιτηδιοι, οι υγιεις, κλεισμενοι μεσα στην περηφανια των επιτυχιων μας, σε τι ειμαστε διαφορετικοί. Η αξία μας δεν βρίσκεται σ’αυτό που κατορθώνουμε να πράξουμε αλλά στο να είμαστε ένα πνεύμα ενσαρκωμένο. Εάν η νοημοσύνη και η φυσική δύναμη μας δημιουργούν υποχρεώσεις, είμαστε υποχρεωμένοι να χτίσουμε τον κόσμο του πνεύματος».

 Σας ευχαριστώ

(επάνω)